- καλεστός
- -ή, -ὁ (Α καλεστός, -ή, -όν) [καλώ]προσκεκλημένος, καλεσμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλεστός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεστοί — καλεστός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεστή — καλεστός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
καλεστοῦ — καλεστής masc gen sg καλεστός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεστήν — καλεστής masc acc sg (attic epic ionic) καλεστός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)